- φρενογηθής
- -ές, Ααυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -γηθής (< γῆθος* < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ-γηθής, πλουτο-γᾱθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρενογηθῆ — φρενογηθής heart gladdening neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρενογηθής heart gladdening masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φρενογηθής heart gladdening masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενογηθεῖς — φρενογηθής heart gladdening masc/fem acc pl φρενογηθής heart gladdening masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενοτερπής — ές, ΜΑ φρενογηθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τερπής (< τέρπω, ομαι), πρβλ. θυμο τερπής] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek